Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλύση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλύση η [plísi] Ο31 : 1. καθάρισμα με νερό, απορρυπαντικά κτλ., πλύσιμο. || (ειδικότ.) το πλύσιμο ρούχων στο χέρι ή στο πλυντήριο, η μπουγάδα: Bάζω ~ δύο φορές τη βδομάδα. (παρωχ.) Σόδα της πλύσης (σε αντιδιαστολή προς αυτήν του φαγητού). 2. καθαρισμός τραύματος ή σωματικής κοιλότητας (συνήθ. με αντισηπτικό): ~ στομάχου / αυτιών. (Ενδο)κολπική ~. 3. (χημ.) καθαρισμός ιζημάτων, ορυκτών, υφαντικών ινών κτλ. ΦΡ ~ εγκεφάλου, η ανορθόδοξη επέμβαση στην προσωπικότητα ενός ατόμου, που γίνεται με στόχο τη μείωση της κριτικής του ικανότητας, τον επηρεασμό και τη μεταβολή της σκέψης και της (πολιτικής, ιδεολογικής κτλ.) στάσης του, μέσο της άσκησης ισχυρών φυσικών και ψυχοδιανοητικών πιέσεων: H τηλεόραση κατηγορήθηκε για ~ εγκεφάλου των τηλεθεατών.

[1: αρχ. πλύ(σις) -ση· 2, 3: λόγ. < αρχ. πλύ(σις) -ση (ΦΡ μτφρδ. αγγλ. brainwashing)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες