Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλούτισμα το [plútizma] Ο49 : ο πλουτισμός.
[πλουτισ- (πλουτίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουτισμός ο [plutizmós] Ο17 : 1. η απόκτηση πλούτου: Kατηγορήθηκε για παράνομο πλουτισμό. 2. (μτφ.) η αύξηση, η διεύρυνση με την απόκτηση, με τη συμπλήρωση καινούριων στοιχείων: Ο ~ της προσωπικότητας / του προβληματισμού / της φαντασίας.
[λόγ. < μσν. πλουτισμός < πλουτισ- (πλουτίζω) -μός]