Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεῖστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλείστος -η -ο [plístos] Ε3 : (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα: Έθεσαν πλείστα θέματα προς συζήτηση. Πρέπει να αντιμετωπιστούν πλείστα προβλήματα. || ο περισσότερος: Στις πλείστες των περιπτώσεων αντέδρασε σωστά. (έκφρ.) πλείστοι όσοι, πάρα πολλοί: Aκούστηκαν πλείστα όσα εναντίον του. ως επί το πλείστον ή (κατά) το πλείστον: α. τις περισσότερες φορές, συχνότατα: Tα βράδια, ως επί το πλείστον, μένει ξύπνιος ως αργά. β. κατά το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό: Οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα είναι, ως επί το πλείστον, Ευρωπαίοι.

[λόγ. < αρχ. πλεῖστος υπερθ. του πολύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες