Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλεονεκτώ [pleonektó] Ρ10.9α : βρίσκομαι, είμαι σε καλύτερη θέση ή κατάσταση από κπ. ή από κτ. άλλο, υπερέχω. ANT μειονεκτώ: Tα αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας πλεονεκτούν σε σχέση με τα παλιότερα. Πλεονεκτεί έναντι των αντιπάλων / των ανταγωνιστών του.
[λόγ. < αρχ. πλεονεκτῶ (αρχική σημ.: `είμαι πλεονέκτης΄)]