Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλείον
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλειονότητα η [plionótita] Ο28 : (σπανιότ.) το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων· πλειοψηφία3: Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες. Οι προβλέψεις του στην ~ των περιπτώσεων αποδείχτηκαν σωστές.

[λόγ. < ελνστ. πλειονότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλειονοψηφία η [plionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η πλειοψηφία. ANT μειονοψηφία.

[λόγ. < ελνστ. πλειονοψηφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλειονοψηφώ [plionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) πλειοψηφώ. ANT μειονοψη φώ.

[λόγ. πλειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες