Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλήθω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληθώρα η [pliθóra] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (μεγάλη) ποσότητα, (μεγάλος) αριθμός από ομοειδή πράγματα, πλήθος, αφθονία. ANT έλλειψη: ~ προϊόντων / αγαθών / ατυχημάτων / περιπτώσεων. ~ διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων.

[λόγ. < ελνστ. πληθώρα, αρχ. σημ.: `πληρότητα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληθωρικός -ή -ό [pliθorikós] Ε1 : 1. (για πργ.) που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, σε υψηλό βαθμό, σε αφθονία: Πληθωρική φαντασία. Πληθωρικό ταλέντο. H πληθωρική παρουσία της ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία. || Παιδί με πληθωρικές σάρκες, παχύσαρκο. Γυναίκα με πληθωρικές καμπύλες. Πληθωρική κοπέλα. 2. (για πρόσ.) άτομο με έντονη προσωπικότητα, ιδιοσυγκρασία, που την εξωτερικεύει με εξίσου έντονο τρόπο (στην κοινωνική του παρουσία και συμπεριφορά): Πληθωρική γυναίκα / παρουσία / συμπεριφορά. || (οικον.) που έχει σχέση με τον πληθω ρισμό: Πληθωρική κυκλοφορία χρήματος. || (ιατρ.) που πάσχει από πληθώρα αίματος. ANT αναιμικός: Πληθωρική κράση. πληθωρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πληθωρικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληθωρισμός ο [pliθorizmós] Ο17 : 1. (οικον.) το φαινόμενο της υπέρμετρης αύξησης της κυκλοφορίας των μέσων πληρωμής (χρήματος, επιταγών κτλ.), άρα και της ζήτησης, σε σχέση με την πραγματική δυνατότητα παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που κατά κανόνα συνεπάγεται αυξήσεις των τιμών και υποτίμηση του νομίσματος: Ο μέσος ετήσιος ~ ανέρχεται σε 10%. Προσπάθεια συγκράτησης / μείωσης / ελέγχου του πληθωρισμού. Aύξων / καλπάζων / ελεγχόμενος ~, ανάλογα με τους ρυθμούς εξέλιξής του. ~ πιστωτικός / ψυχολογικός / κόστους, ανάλογα με τα αίτια που τον προκαλούν. Tα χρήματα χάνουν μέρος της αξίας τους λόγω πληθωρισμού. 2. η ύπαρξη, η παρουσία, η εμφά νιση ενός πράγματος, ενός φαινομένου σε μέγεθος ή σε αριθμό, που είναι μεγαλύτερος από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παρατηρείται ένας ~ ασήμαντων επιστημονικών εργασιών και ανακοινώσεων. Kίνδυνος πνευματικού πληθωρισμού, υπερβολικής αύξησης του αριθμού των μορφωμένων ή των επιστημόνων μιας χώρας, με αντίστοιχη πτώση της ποιό τητάς τους.

[λόγ. πληθωρ(ικός) -ισμός απόδ. γαλλ. inflation κατά την ετυμ. αντιστοιχία: πληθώρα (στην ελνστ. σημ.: `διόγκωση, φούσκωμα΄, πρβ. πληθωρικός) - λατ. inflatio `φούσκωμα του στομάχου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληθωριστικός -ή -ό [pliθoristikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πληθωρισμό: Πληθωριστικές τάσεις / πιέσεις στην οικονομία της χώρας. Πληθωριστικό χρήμα, μειωμένης πραγματικής αξίας. Πληθωριστική πολιτική, που οδηγεί σε πληθωρισμό. πληθωριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πληθωρ(ισμός) -ιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες