Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάθω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάθω [pláθo] -ομαι Ρ αόρ. έπλασα, απαρέμφ. πλάσει, παθ. αόρ. πλάστη κα, απαρέμφ. πλαστεί, μππ. πλασμένος : 1. κατεργάζομαι μια εύπλαστη ύλη και της δίνω ορισμένο σχήμα, μορφή: ~ το ψωμί / τα τσουρέκια / τα κουλουράκια / τα κεφτεδάκια / τα γιουβαρλάκια. ~ τον πηλό / την πλαστελίνη. || (ιδ. για το Θεό) δημιουργώ, διαμορφώνω: Ο Θεός έπλασε τον Aδάμ από πηλό / τον κόσμο σε έξι μέρες. 2. (μτφ.) α. επινοώ, διαμορφώ νω, δημιουργώ κτ. με φαντασία, με το μυαλό μου: Έπλαθε με το νου / τη φαντασία του τρομερές ιστορίες. Ο Aίσωπος έπλασε πολλούς και ωραίους μύθους. Ο συγγραφέας έπλασε τους χαρακτήρες των ηρώων του με μαεστρία. β. διαμορφώνω, επηρεάζω καθοριστικά κπ. ή κτ. με την παρουσία ή με την παρέμβασή μου, διαπλάθω: H οικογένεια και το σχολείο είναι οι χώροι, όπου πλάθεται βασικά ο χαρακτήρας του παιδιού. || (μππ.) δημιουργημένος, διαμορφωμένος, καμωμένος: Γυναίκα πλασμένη για τον έρωτα. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για ν΄ αγαπά κι όχι για να μισεί.

[αρχ. πλάσσω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πλασ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες