Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεύκο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεύκο το [péfko] Ο38 : είδος κωνοφόρου δέντρου με βελονοειδή φύλλα. πευκάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. πεύκ(η) μεταπλ. -ο κατά το δέντρο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πευκοβελόνα η [pefkovelóna] Ο25 : το βελονοειδές φύλλο του πεύκου.

[πεύκ(ο) -ο- + βελόνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πευκόδασος το [pefkóδasos] Ο47 & πευκοδάσος το [pefkoδásos] Ο46 : δάσος με πεύκα.

[πεύκ(ο) -ο- + δάσος και μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεύκος ο [péfkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) το πεύκο, ιδίως το ψηλό ή το πεύκο μεγάλης ηλικίας.

[πεύκ(ο) μεγεθ. -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πευκόφυτος -η -ο [pefkófitos] Ε5 : για τόπο κατάφυτο από πεύκα: Πευκόφυτες πλαγιές.

[λόγ. πεύκ(ο) -ο- + -φυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες