Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετυχαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετυχαίνω [petixéno] Ρ αόρ. πέτυχα, απαρέμφ. πετύχει, μππ. πετυχημένος* : 1α. φτάνω στο επιδιωκόμενο, στο επιθυμητό αποτέλεσμα, χάρη στις προσπάθειες ή στις ικανότητές μου. ANT αποτυχαίνω: Πέτυχε στις εξετάσεις. Δεν πέτυχε να μπει στο πανεπιστήμιο, δεν τα κατάφερε. Είναι αποφασισμένος να πετύχει στη ζωή του. Δεν πέτυχε το πείραμα. ~ το σκοπό μου. H ιδέα σου είναι καλή, μα δε νομίζω ότι θα πετύχει. || Δεν πέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Tελικά πέτυχαν να ανατρέψουν την κυβέρνη ση. Πέτυχε να διακριθεί στη δουλειά του. β. για κτ. του οποίου η έκβαση είναι η επιθυμητή, για κτ. που στέφεται από επιτυχία: Πέτυχε η εγχείρηση / η παράσταση. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε. || για κτ. το οποίο εκτελείται καλά, που ολοκληρώνεται σωστά, όπως θα έπρε πε: Πέτυχε το γλυκό / το φουστάνι. 2. (προφ.) α. σημαδεύω και βρίσκω το στόχο: H σφαίρα τον πέτυχε στην καρδιά. || Πέτυχα μια καλή δουλειά. β. βρίσκω κτ. ή συναντώ κπ. κατά τύχη: Tον πέτυχα στο δρόμο ύστερα από χρόνια, τον συνάντησα. Πού το πέτυχες αυτό;, για κτ. που θεωρείται ευκαιρία. Πέτυχα ένα σπάνιο βιβλίο. ΦΡ …να σου πετύχει!, ειρωνικά, για κτ. δυσάρεστο ή αποτυχημένο: Mωρέ, συμπεριφορά να σου πετύχει! Γάμος να σου πετύχει! || Πήγα νωρίς και τον πέτυχα ξύπνιο. γ. Mπράβο!, το πέτυχες! Πέτυχες διάνα!, το μάντεψες, το κατάλαβες ή βρήκες τη λύ ση.

[μσν. πετυχαίνω < αρχ. ἐπιτυγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση τον αόρ. ἐπέτυχον αναλ. προς το κερδαίνω (δες κερδίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες