Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετεινός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετεινός ο [petinós] Ο17 : το αρσενικό της κότας· ο κόκορας. ΠAΡ ΦΡ είπε ο γάιδαρος* τον πετεινό κεφάλα. ΠAΡ Γεννούν* κι οι πετεινοί του.

[ελνστ. πετεινός, αρχ. σημ.: `πετούμενος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες