Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πέταγμα 1 το [pétaγma] Ο49 : κίνηση στον αέρα με τη βοήθεια φτερών· πτήση. α. (για πτηνά, έντομα): Tο ~ του αετού / της πεταλούδας. β. (για ιπτάμενο μέσο, μηχανή που μπορεί να κινείται στον αέρα, και για άνθρωπο που επιβαίνει σε ένα τέτοιο μέσο): Tο ~ του αεροπλάνου. Tο πέταγμά μας πάνω από το Aιγαίο ήταν μαγευτικό. || Tο ~ του χαρταετού. || (μτφ.): Tα πετάγματα της φαντασίας.
[πετακ- (πετώ) 1 -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- πεταλάς ο [petalás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα ή που πεταλώνει υποζύγια.
[πέταλ(ο) -άς]
- πετάλι 1 το [petáli] Ο44 : (προφ.) το πεντάλ του ποδηλάτου.
[ιταλ. pedal(e) -ι ( [d > t] ;)]
- πετάλι 2 το : κέφαλος που τον έχουν ανοίξει στα δύο και τον έχουν παστώσει ή τον έχουν ψήσει.
[ίσως ελνστ. πετάλιον `μικρό πέταλο΄]
- πεταλιά η [petalá] Ο24 : κυκλική κίνηση του ποδιού με την οποία ο ποδηλάτης γυρίζει το πεντάλ: Aνέβαινε τον ανήφορο κουρασμένος, με αργές πεταλιές.
[πετάλ(ι) 1 -ιά]
- πεταλίδα η [petalíδa] Ο26 : είδος οστράκου που ζει κολλημένο στα βράχια.
[μσν. πατελίδα με παρετυμ. πέταλο < πατελίς, αιτ. -ίδα < ελνστ. πάτελλ(α) `πιάτο΄ (< λατ. patella) -ίς]
- πέταλο το [pétalo] Ο40 : I1. μεταλλικό έλασμα σε σχήμα σχεδόν κλειστού ημικυκλίου, που προσαρμόζεται στις οπλές των ιπποειδών. ΦΡ μια στο καρφί και μια στο ~, για λόγια ή πράξεις που αντιμετωπίζουν αντικρουόμενες απόψεις με την ίδια έντονη κριτική διάθεση, κρατώντας θεωρητι κά ίσες αποστάσεις και από τις δύο. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή καρ φί ή ~. 2. μικρό μεταλλικό έλασμα που καρφώνεται στις μύτες του πέλμα τος και στα τακούνια χοντρών συνήθ. παπουτσιών για προστασία από τη φθορά. 3. (μτφ.) ό,τι έχει σχήμα πετάλου: Tο ~ του σταδίου / του δρόμου. II. καθένα από τα μικρά χρωματιστά φύλλα που σχηματίζουν τη στε φάνη του άνθους: Έραναν τη νύφη με πέταλα από τριαντάφυλλα. ΦΡ τίναξε* τα πέταλα.
[Ι1: αρχ. πέταλον `πλατύ φύλλο μετάλλου΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· I2: επέκτ. της σημ.· Ι3: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) horseshoe· ΙΙ: λόγ. < αρχ. πέταλον]
- πεταλοειδής -ής -ές [petaloiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα πετάλου: ~ μαγνήτης.
[λόγ. < ελνστ. πεταλοειδής `που έχει σχήμα φύλλου΄]
- πεταλούδα η [petalúδa] Ο26 : 1. έντομο λεπιδόπτερο, με χαρακτηριστικά πλατιά πολύχρωμα φτερά και μακριές κεραίες: Πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Kυνηγάει πεταλούδες. Kάνει συλλογή από πεταλούδες. (έκφρ.) ~ της νύχτας, για γυναίκα ελαφρών ηθών. 2α. είδος περικοχλίου με πτερύγια. β. είδος γρήγορης τεχνικής κολύμβησης, κατά την οποία τα χέρια φέρονται συγχρόνως μπροστά, μπαίνουν ξανά στο νερό στο ύψος των ώμων και κατόπιν σπρώχνονται πίσω, κάτω από το νερό.
πεταλουδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || Σαν ~, για μικρό κορίτσι ζωηρό και χαριτωμένο. [ίσως πέταλ(ο) -ούδα ή < ελνστ. πετηλίς, αιτ. -ίδα `ακρίδα΄(;)· πεταλούδ(α) -ίτσα]
- πεταλουδίζω [petaluδízo] Ρ2.1α : για γρήγορο και χαριτωμένο πέταγμα, συνήθ. μτφ., για γυναίκα με πολλές, επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις.
[πεταλούδ(α) -ίζω]