Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιτομή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιτομή η [peritomí] Ο29 : 1. η αφαίρεση, με κυκλική τομή, του άκρου της πόσθης που καλύπτει τη βάλανο του πέους, για θρησκευτικούς λόγους (στους Εβραίους, στους μουσουλμάνους, αλλά και σε άλλους λαούς)· (πρβ. σουνέτι): Tο έθιμο της περιτομής. 2. χειρουργική αφαίρεση του άκρου της πόσθης για θεραπευτικούς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. περιτομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες