Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιθώριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιθώριο το [periθório] Ο40 : 1α. η άγραφη ή ατύπωτη λωρίδα στα άκρα σελίδας χειρογράφου ή εντύπου: Σημειώσεις στα περιθώρια των βιβλίων. Φαρδύ / στενό ~. Aριστερό / δεξί ~. β. ελεύθερο ή κενό διάστημα στα άκρα επιφάνειας ή υλικού σώματος ορισμένων διαστάσεων: Mην το κόψεις ίσα ίσα· άφησε ένα δυο πόντους ~. 2. (μτφ.) α. ελευθερία για δραστηριότητα, κίνηση κτλ., που υπάρχει ή δίνεται μεταξύ ορισμένων ορίων ή περιορισμών: Πρέπει να διαλέξεις το ένα ή το άλλο· περιθώρια για άλλη επιλογή δεν υπάρχουν. Ποια περιθώρια δράσης έχω; Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Έχω μικρά περιθώρια κέρδους. β. ελεύθερο ή κενό διάστημα χρόνου, κατά το οποίο υπάρχει ή δίνεται ελευθερία για πράξη ή αναβολή πράξης: Ποια χρονικά περιθώρια μου δίνεις; Έχετε ~ μιας ώρας να σκεφτείτε και να απαντήσετε. Θα περιμένω ως αύριο· άλλα περιθώρια δεν έχω. Στενεύουν τα περιθώρια. γ. η νοητή έκταση έξω και γύρω γύρω από τον (επίσης νοητό) χώρο συγκεκριμένης δραστηριότητας: Στο ~ της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα. ΦΡ βάζω κτ. ή κπ. στο ~, παραμερίζω ή παραγκωνίζω. μπαίνω / περνώ στο ~, παραμερίζομαι ή αποσύρομαι. δ. (Kοινωνικό) ~ ή το ~ της κοινωνίας, τα άτομα που διακρίνονται για μια συμπεριφορά η οποία γενικώς δεν είναι σύμφωνη με τις αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις και δεν έχουν καμιά συμμετοχή ή ρόλο στη ζωή της κοινωνίας.

[λόγ.: 1: ίσως (μσν;) *περιθεώριον (αποφυγή της χασμ., σύγκρ. θεωρώ > θωρώ, Θεόδωρος > Θόδωρος) < ελνστ. περιθεω ρ(ῶ) `γυρίζω γύρω και παρατηρώ΄ -ιον· 2: σημδ. γαλλ. marge]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιθωριοποίηση η [periθoriopíisi] Ο33 : το να εκτοπίζεται κάποιος στο κοινωνικό περιθώριο: Ο κίνδυνος περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την ανεργία.

[λόγ. περιθωριοποιη- (περιθωριοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιθωριοποιώ [periθoriopió] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : εκτοπίζω, ωθώ κπ. στο κοινωνικό περιθώριο: Περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Περιθωριοποιημένα άτομα.

[λόγ. περιθώρι(ον)2 -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες