Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίγελος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίγελος ο [períjelos] Ο20 : αυτός που όλοι τον περιγελούν, τον χλευάζουν· περίγελο: Έγιναν ~ του κόσμου, έγιναν καταγέλαστοι.

[λόγ. < ελνστ. περίγελ(ως) μεταπλ. -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες