Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπειραμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεπειραμένος -η -ο [pepiraménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει πείρα σχετικά με κτ.· έμπειρος: Ένας ~ οδηγός αυτοκινήτου.

[λόγ. < αρχ. πεπειραμένος `που έχει πείρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες