Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεπειραμένος -η -ο [pepiraménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει πείρα σχετικά με κτ.· έμπειρος: Ένας ~ οδηγός αυτοκινήτου.
[λόγ. < αρχ. πεπειραμένος `που έχει πείρα΄]