Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάχρονος 1 -η -ο [pendáxronos] Ε5 : 1. που διαρκεί πέντε χρόνια: Πεντάχρονη θητεία. || (για πρόσ.) που είναι πέντε χρόνων: Ένα πεντάχρονο αγόρι / κορίτσι. 2. (ως ουσ.) α. (στα τρία γένη) για παιδί πέντε ετών. β. τα πεντάχρονα, η πέμπτη επέτειος.
[πεντα- + χρόν(ος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάχρονος 2 -η -ο : (μουσ., μετρ.) που έχει πέντε χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. πεντάχρονος]