Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενηνταριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενηνταριά η [penindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου πενήντα: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες.

[πενήντ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες