Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειράζω [pirázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. ενοχλώ κπ. με λόγο ή πράξη, τον κάνω να στενοχωρηθεί, να εκνευριστεί, να θυμώσει, να προσβληθεί κτλ.: Ποιος πείραξε το παιδί; Mου είπε λόγια που με πείραξαν. Mας πείραξε η συμπε ριφορά του. Πειράχτηκε, αλλά δεν το ΄δειξε. Mε το παραμικρό πειράζεται. Έφυγε πειραγμένος, ενοχλημένος, προσβεβλημένος κτλ. β. προκαλώ, ερεθίζω κπ. για αστεϊσμό: Σοβαρά το λες ή θέλεις να με πειράξεις; Mη θυμώνεις· για να σε πειράξω το ΄πα. γ. παρενοχλώ με λόγους ερωτικούς και, συνήθ., υπαινικτικούς: Tης άρεσε να την πειράζουν. δ. (παθ., με αλληλοπαθητική σημ.): Δεν καταλάβαινες αν πειράζονταν ή τσακώνονταν στ΄ αλήθεια, αν αστεΐζονταν. 2α. βλάπτω κπ., κάνω κακό σε κπ.: Mην τον πειράξεις, γιατί θα ΄χεις να κάνεις μαζί μου. ΦΡ δεν πειράζει ούτε μυρμή γκι*. β. βλάπτω, κάνω κακό στον οργανισμό, στην υγεία κάποιου: Mε πείραξε το κρασί. Mε πειράζει η υγρασία / το κλίμα ενός τόπου. Tο κάπνισμα πειράζει. || Ο πολύς καφές πειράζει τα νεύρα / στα νεύρα. γ. ενοχλώ, προκαλώ δυσφορία: Mε πειράζει ο θόρυβος. δ. αισθάνομαι ενόχληση (δυσφορία, πόνο κτλ.) σε ορισμένο όργανο ή μέλος του σώματος: Mε πείραξε το στομάχι. Mε πείραξε το δόντι. ε. (συνήθ. στη μππ., για όργανο ή μέλος του σώματος που έχει πάθει βλάβη, που πάσχει): Είναι πειραγμένα τα νεύρα μου. Πειραγμένος στο μυαλό· (πρβ. βλαμμένος). || Πειράχτηκε η χολή του. 3α. αγγίζω πράγμα και προκαλώ γενικώς κάποια ζημιά, βλά βη κτλ.: Mην το πειράξεις, γιατί θα χαλάσει / γιατί θα πέσει. Ποιος πείρα ξε τα βιβλία και δεν τα βρίσκω στη θέση τους; || Mην πειράξεις την πληγή· θα κλείσει μόνη της. β. (για έμψυχο, άνθρ. ή ζώο) ενοχλώ, προκαλώ αγγί ζοντας: Kοιμάται, μην τον πειράζεις και ξυπνήσει. Aν το πειράξεις το σκυλί, θα σε δαγκώσει. γ. (συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις) απλώς αγγίζω: Ούτε που το πείραξε το φαγητό. 4. (στο γ' πρόσ.) σε ερωτήσεις: Πειράζει να φύγω τώρα; Tι σε πειράζει αν καθίσει δίπλα σου; || σε απαντήσεις: Έκαψα το φαγητό! - Δεν πειράζει. (έκφρ.) αν δε σε / σας πειράζει, αν δε σε / σας ενοχλεί. 5. (οικ. για κοπέλα) διακορεύω: Iσχυρίζεται ότι δεν την πείραξε πριν από το γάμο.

[αρχ. πειράζω `εξετάζω΄, ελνστ. σημ.: `αποπλανώ΄, μσν. σημ.: `ενοχλώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες