Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζός 1 -ή -ό [pezós] Ε1 : που βαδίζει, που προχωρεί με τα πόδια, πεζή: Διέσχισαν το δάσος πεζοί. Για να φτάσεις ~ στην άλλη άκρη θέλεις δυο ώρες. Θα κάνουν, λέει, το γύρο του κόσμου πεζοί. || (ως ουσ.) ο πεζός: Διάβαση για πεζούς. Διάβαση πεζών. Πεζοί και ιππείς, για στρατιώτες. Πεζοί και καβαλαραίοι.

[αρχ. πεζός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζός 2 -ή -ό : 1α. ~ λόγος, το ένα από τα δύο είδη λόγου (ιδ. του γραπτού και του έντεχνου), αυτό που συγγενεύει με την καθημερινή φυσική ομιλία και που, από την άποψη του περιεχομένου, επιδιώκει μια κανονική και ομαλή έκφραση των σκέψεων (και ως προς αυτό αντιδιαστέλλεται κυρίως προς τον ποιητικό λόγο και την ποίηση), ενώ, από την άποψη της μορφής, δεν έχει μέτρο και ρυθμό (και ως προς αυτό αντιδιαστέλλεται κυρίως προς τον όρο έμμετρος λόγος)· (πρβ. πρόζα): Έγραψε σε πεζό λό γο. Kαλλιέργησε τον πεζό λόγο. Kάτω από τις τρεις κατηγορίες της παλιάς διαίρεσης του πεζού λόγου, την ιστοριογραφία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία, μπορούν να υπαχθούν νεότερα είδη όπως είναι το διήγημα, η προκήρυξη, το δοκίμιο κτλ. β. για κείμενο που είναι γραμμένο σε πεζό λόγο, δηλαδή χωρίς μέτρο, ρυθμό: Πεζό κείμενο / έργο. Πεζή αφήγηση / μετάφραση. Tου χρονικού σώζονται δύο παραλλαγές, μια πεζή και μια έμμετρη. || (ως ουσ.) το πεζό, για κείμενο (συνήθ. λογοτεχνικό) γραμμένο σε πεζό λόγο· (πρβ. πεζογράφημα). 2. (με κάποια αξιολογική σημασία, για λόγο, κείμενο, τρόπο έκφρασης κτλ.) συνηθισμένος, τετριμμένος, κοινοτοπικός: Εικόνες πεζές και άχρωμες. Σκέψεις πεζές κι ανούσιες. || Πεζή υπόθεση, συνηθισμένη και χωρίς ενδιαφέρον. Πεζή πραγματικότητα. || ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. 3. (τυπ.) τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου σε αντίθεση με τα κεφαλαία: Tίτλος γραμμένος σε πεζά γράμματα. || (ως ουσ.) τα πεζά: Kείμενο στοιχειοθετημένο σε πεζά των 10 στιγμών. πεζά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Σκέφτεται / εκφράζεται πολύ ~, χωρίς κάποια έξαρ ση, με τρόπο πολύ συνηθισμένο, τετριμμένο.

[λόγ. < ελνστ. πεζός, αρχ. σημ.: `πεζός 1΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες