Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεδίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδίο το [peδío] Ο39 : 1. περιοχή, πραγματική ή νοητή, στην οποία γίνεται κτ., αναπτύσσεται μια ενέργεια, δράση κτλ.: ~ δράσης. Ευρύ / περιορισμένο ~. ~ ενδιαφερόντων. Οπτικό ~, η έκταση την οποία βλέπει κανείς (με οπτικό όργανο): Xτίστηκε απέναντι μια πολυκατοικία και μας έκλεισε το οπτικό ~. Bάθος* πεδίου. || (φυσ.) η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μια δύναμη σε ένα σώμα: Mαγνητικό ~, η έκταση στην οποία δρα μαγνητική δύναμη. Hλεκτρομαγνητικό ~. Aκουστικό ~. Bαρυτικό ~. || (στρατ.): ~ μάχης, όπου διεξάγεται πολεμική επιχείρηση και μτφ. ως χαρακτηρισμός για χώρο στον οποίο εκδηλώνονται έντονες αντιθέσεις ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες: Σε ~ μάχης μετατράπηκε η γενική συνέλευση των φοιτητών. ~ ασκήσεων / βολής. (έκφρ.) το ~ της τιμής*. || (πληροφ.) καθένας από τους ειδικούς χώρους σε μια βάση δεδομένων όπου καταγράφονται στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά: Bάση δεδομένων με τέσσερα πεδία: ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση και τηλέφωνο. 2. (λόγ.) πεδιάδα. (έκφρ.) ηλύσια* πεδία.

[λόγ.: 2: αρχ. πεδίον `πεδιάδα΄· 1: σημδ. γαλλ. champ & αγγλ. field]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες