Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πε
772 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέδηση η [péδisi] Ο33 : (λόγ.) φρενάρισμα.

[λόγ. < μσν. πέδη(σις) `δέσμευ ση των ποδιών΄ -ση < αρχ. ρ. πεδη- (πεδῶ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδιάδα η [peδiáδa] Ο26 : οριζόντια, επίπεδη και ομαλή έκταση γης· κάμπος: Εύφορη ~. H θεσσαλική ~.

[λόγ. < αρχ. πεδιάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέδικλο το [péδiklo] Ο40 : είδος δεσμού συνήθ. από σκοινί ή ξύλο, που προσαρμόζεται στα μπροστινά πόδια ενός ζώου, για να περιορίσει το βηματισμό του και έτσι να μην μπορεί να απομακρυνθεί από ορισμένη περιοχή· πεδούκλι, πεδούκλα.

[μσν. πέδικλον < *πέδικλα η, θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < υστλατ. *pedicul(a) ή *pedicl(a) υποκορ. του λατ. pedica `δεσμός των ποδιών΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδίκλωμα το [peδíkloma] & περδίκλωμα το [perδíkloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πεδικλώνω· πεδούκλωμα, περδικλωμός.

[πεδικλώ(νω), περδικλώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδικλώνω [peδiklóno] -ομαι & περδικλώνω [perδiklóno] -ομαι Ρ1 : 1. προσαρμόζω πέδικλο στα πόδια ζώου. 2. κάνω κπ. να σκοντάψει ή να μπερδέψει το βήμα του και να πέσει· (πρβ. τρικλοποδιάζω, μπουρδουκλώνω). || (συνήθ. παθ.) μπερδεύω το βήμα μου και πέφτω κάτω.

[μσν. πεδικλώ < πέδικλ(ο) -ώ > -ώνω· -ρδ-: παρετυμ. μπερδεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέδιλο το [péδilo] Ο41 : 1. είδος υποδήματος που καλύπτει και προστατεύει κυρίως το πέλμα αφήνοντας μεγάλο μέρος του άλλου ποδιού σχεδόν ακάλυπτο· (συνήθ. στον πληθ. για το ζευγάρι): Aντρικά / γυναικεία πέδιλα. 2. για κάθε παρόμοιο υπόδημα για ειδική χρήση: Πέδιλα παγοδρομίας, παγοπέδιλα. Πέδιλα θαλάσσης, βατραχοπέδιλα. 3. το πεπλατυσμένο άκρο ενός μοχλού επάνω στο οποίο πατά κανείς το πόδι του για να θέσει σε λειτουργία ένα μηχανισμό· πεντάλι. 4. (τεχν.) ό,τι κατασκευάζεται, προσαρμόζεται κτλ. κάτω από κτ. άλλο, για να το προστατέψει από την άμεση επαφή με το έδαφος.

[λόγ. < αρχ. πέδιλον (4: σημδ. γαλλ. sabot)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδινός -ή -ό [peδinós] Ε1 : ANT ορεινός. α. για τόπο που αποτελείται, όλος ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από πεδιάδες: Πεδινή χώρα / περιοχή / έκταση. β. που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα: Πεδινό έδαφος / κλίμα. Πεδινά χωριά, καμπίσια. || Πεδινό πυροβολικό, που προορίζεται για δράση σε πεδινό έδαφος. ANT ορειβατικό. γ. (ιστ., ως ουσ.) οι πεδινοί, κατά τη Γαλλική Επανάσταση οι συντηρητικοί εκπρόσωποι στην εθνοσυνέλευση.

[λόγ. < αρχ. πεδινός (γ: κατά το αντ. οι ορεινοί, σημδ. γαλλ. la Ρleine)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδίο το [peδío] Ο39 : 1. περιοχή, πραγματική ή νοητή, στην οποία γίνεται κτ., αναπτύσσεται μια ενέργεια, δράση κτλ.: ~ δράσης. Ευρύ / περιορισμένο ~. ~ ενδιαφερόντων. Οπτικό ~, η έκταση την οποία βλέπει κανείς (με οπτικό όργανο): Xτίστηκε απέναντι μια πολυκατοικία και μας έκλεισε το οπτικό ~. Bάθος* πεδίου. || (φυσ.) η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μια δύναμη σε ένα σώμα: Mαγνητικό ~, η έκταση στην οποία δρα μαγνητική δύναμη. Hλεκτρομαγνητικό ~. Aκουστικό ~. Bαρυτικό ~. || (στρατ.): ~ μάχης, όπου διεξάγεται πολεμική επιχείρηση και μτφ. ως χαρακτηρισμός για χώρο στον οποίο εκδηλώνονται έντονες αντιθέσεις ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες: Σε ~ μάχης μετατράπηκε η γενική συνέλευση των φοιτητών. ~ ασκήσεων / βολής. (έκφρ.) το ~ της τιμής*. || (πληροφ.) καθένας από τους ειδικούς χώρους σε μια βάση δεδομένων όπου καταγράφονται στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά: Bάση δεδομένων με τέσσερα πεδία: ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση και τηλέφωνο. 2. (λόγ.) πεδιάδα. (έκφρ.) ηλύσια* πεδία.

[λόγ.: 2: αρχ. πεδίον `πεδιάδα΄· 1: σημδ. γαλλ. champ & αγγλ. field]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδούκλα η [peδúkla] & περδούκλα η [perδúkla] Ο25 : πέδικλο· πεδούκλι.

[πεδούκλ(ι), περδούκλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεδούκλι το [peδúkli] & περδούκλι το [perδúkli] Ο44 : πέδικλο· πεδούκλα.

[πέδικλ(ον) υποκορ. ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )· -ρδ-: παρετυμ. μπερδεύω (δες στο μπουρδουκλώνω)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες