Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχύσωμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παχύσωμος -η -ο [paxísomos] Ε5 : (για άνθρ.) που έχει παχύ σώμα, παχύσαρκος.

[λόγ. παχυ- + σώμ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες