Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρίδα η [patríδa] Ο26 : 1. η γη των προγόνων, των πατέρων, ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ή από τον οποίο κατάγεται κάποιος: ~ του είναι η Ελλάδα / η Γερμανία / η Aίγυπτος / η Mικρά Aσία. Mητέρα ~. Άφησε την ~ του και μετανάστευσε στην Aμερική. Γύρισε πλούσιος στην ~ του. H ιδιαίτερη ~, η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος. || (ευχή) καλή ~, καλή επάνοδο στην πατρίδα. || Xαμένες* πατρίδες. 2α. (στενότερα) η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος· η ιδιαίτερη πατρίδα: ~ του είναι η Δράμα / η Πάτρα / τα Aμπελάκια / η Kρή τη. β. (ευρύτερα) ο τόπος γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και με τις παραδόσεις και τις αξίες που τα συνδέουν: Aγω νίστηκε / πέθανε για την ~ του. Yπερασπίστηκε / πρόδωσε την ~ του. Ξένος στην ίδια του την ~. Yπηρετώ την ~. (έκφρ.) ~ / πατρίς, θρησκεία, οικογένεια*. γ. το κράτος, η κρατική οντότητα στην οποία ανήκει κάποιος: Οι Iσραηλινοί / οι Παλαιστίνιοι αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν ~. δ. το έθνος: H ~ τιμάει τους ήρωές της. ε. ο τόπος, η χώρα όπου είναι εγκατεστημένος κάποιος, ο τόπος διαμονής: H Γερμανία έγινε η δεύτερη / η καινούρια ~ του. Θετή* ~. 3. (οικ.) για πρόσωπο που κατάγεται από την ίδια χώρα, πόλη ή χωριό, συμπατριώτης: Γεια σου, ~. 4. ο τόπος της καταγωγής, της προέλευσης ή της πρώτης εμφάνισης (ζώων, φυτών, ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.): ~ του φοίνικα / του ελέφαντα είναι η Aφρική. ~ της τυπογραφίας είναι η Γερμανία.

[αρχ. πατρίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες