Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παστάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παστάδα η [pastáδa] Ο26 : (λογοτ.) η κρεβατοκάμαρα των νεονύμφων, συνήθ.: Nυ(μ)φική ~.

[λόγ. < αρχ. παστάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. παστάδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες