Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρθενία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρθενία η [parθenía] Ο25 : (λόγ.) 1. η ιδιότητα, η κατάσταση γυναίκας που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη ερωτική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: Διατηρώ / χάνω την ~ μου. 2. (μτφ.) έλλειψη πονηριάς, αγνότητα, αθωότητα.

[λόγ. < αρχ. παρθενία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρθενιά η [parθená] Ο24 : (οικ.) 1. η παρθενία. 2. ο παρθενικός υμένας. (έκφρ.) παίρνω την ~, εκπαρθενεύω, διακορεύω μια γυναίκα παρθένα και ως ΦΡ δοκιμάζω, γεύομαι, χρησιμοποιώ πρώτος κτ.: Nα σου πάρω την ~ από το καινούριο σου πακέτο;,

[αρχ. παρθενία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες