Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεκτροπή η [parektropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρεκτρέπομαι. || (στρατ.) η απομάκρυνση του βλήματος του πυροβόλου από την κανονική τροχιά του. || (ναυτ.) ~ πυξίδας, το σφάλμα της μαγνητικής βελόνας, που οφείλεται στην επίδραση των μεταλλικών τμημάτων του πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. παρεκτροπή `αλλαγή πορείας΄ & σημδ. γαλλ. déviation]