Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραχωρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραχωρώ [paraxoró] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω, μεταβιβάζω, προσφέρω, εκχωρώ με τη θέλησή μου σε τρίτους ένα πράγμα (που μου ανήκει) ή ένα δικαίωμα: Παραχωρήθηκαν δημόσιες εκτάσεις στους ακτήμονες γεωργούς. Παραχώρησε ευγενικά τη θέση της σε μια ηλικιωμένη κυρία. Tους παραχωρήθηκε το δικαίωμα εκμετάλλευσης του κυλικείου.

[λόγ. < ελνστ. παραχωρῶ `χορηγώ΄, αρχ. σημ.: `αποτραβιέμαι΄ & σημδ. γαλλ. concéder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες