Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραφυάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραφυάδα η [parafiáδa] Ο26 : 1. (βοτ.) νέος βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα ενός φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του· παραβλάστημα: Πολλά φυτά πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. (μτφ.) α. για κτ. που αναπτύσσεται με βάση, με κέντρο έναν κύριο κορμό· παρακλάδι: Οργάνωση με παραφυάδες σ΄ όλο τον κόσμο. β. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει.

[λόγ. < αρχ. παραφυάς, αιτ. -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες