Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακώλυση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακώλυση η [parakólisi] Ο33 : (λόγ.) παρεμβολή εμποδίων, παρεμπόδιση: ~ κυκλοφορίας / διαδικασιών / δραστηριοτήτων. Yποβλήθηκε εναντίον του μήνυση για ~ συγκοινωνιών.

[λόγ. παρακωλύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες