Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακολουθώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακολουθώ [parakoluθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρατηρώ συστηματικά και κρυφά τις κινήσεις, τις δραστηριότητες κάποιου, τον κατασκοπεύω: H αστυνομία παρακολουθεί τον ύποπτο. Έβαλε να παρακολουθούν τη γυναίκα του. Είναι απαράδεκτο να παρακολουθούνται πολίτες για τις πολιτικές τους δραστηριότητες. || επιτηρώ, ελέγχω: Παρακολουθούνται όλες οι έξοδοι της χώρας, για να αποτραπεί η διαφυγή των κακοποιών στο εξωτερικό. Οι χώροι του σουπερμάρκετ παρακολουθούνται με κλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα. 2. παρατηρώ, ακολουθώ με το βλέμμα ή (και) την ακοή μου ένα (οργανωμένο) θέαμα ή ακρόαμα, κάποιες κινήσεις ή δραστηριότητες: ~ ένα παιχνίδι / μια εκδήλωση / μια ομιλία / μια εκπομπή / μια παρέλαση / έναν αγώνα / μια συζήτηση (από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο). ~ από το παράθυρο την κίνηση του δρόμου / τη βροχή να πέφτει. Ο τερματοφύλακας παρακολούθησε άναυδος την πορεία της μπάλας, που κατέληξε στα δίχτυα του. Παρακολουθήσαμε την εκτόξευση του πυραύλου. 3. συμμετέχω διανοητικά ή και με τη φυσική μου παρουσία σε κάποιες (κυρ. πνευματικές) δραστηριότητες: ~ μαθήματα πιάνου / οδήγησης / ραπτικής. ~ τις παραδόσεις του μαθήματος της Iστορίας. Παρακολούθησα τις εργασίες του συνεδρίου ως προσκεκλημένος. 4. συγκεντρώνω την προσοχή μου, (και) προσπαθώ να βρω τη λογική συνοχή, να κατανοήσω κπ. ή κτ.: ~ το ρήτορα / τον ομιλητή. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τις σκέψεις / τους συλλογισμούς σου. Mε παρακολουθείς;, προσέχεις, ακούς, καταλαβαίνεις όσα λέω; 5α. παρατηρώ συστηματικά κτ. για να αντλήσω πληροφορίες, να ενημερωθώ: ~ τον ημερήσιο / τον αθλητικό / τον οικονομικό τύπο. Παρακολουθεί την πολιτική / οικονομι κή / αθλητική ειδησεογραφία. β. παρατηρώ συστηματικά κτ. που έχει μια συνέχεια, που εξελίσσεται ή μεταβάλλεται: ~ ένα σίριαλ / μια εκπομπή (σε συνέχειες). ~ την υπόθεση από κοντά. ~ τις πολιτικές / οικονομικές εξελίξεις. || Ο γιατρός παρακολουθεί την εξέλιξη της ασθένειας. Ποιος γιατρός σε παρακολουθεί; 6. ακολουθώ κτ. που προηγείται, που εξελίσσεται: H γραπτή γλώσσα παρακολουθεί την προφορική με αρκετή καθυστέρηση. H τεχνική εκπαίδευση πρέπει να παρακολουθεί τις νέες τεχνολογίες. Ο κοινός άνθρωπος δεν μπορεί πια να παρακολουθήσει την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας.

[λόγ. < αρχ. παρακολουθῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες