Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβλάπτω [paravlápto] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλαψα, απαρέμφ. παραβλάψει, παθ. αόρ. παραβλάφθηκα, απαρέμφ. παραβλαφθεί : προξενώ, επιφέρω βλάβη, ζημιώνω: Παραβλάπτονται τα συμφέροντα της χώρας.
[λόγ. < αρχ. παραβλάπτω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβλάπτω· παραβλάβω.
-
- 1) Κάνω κακό, βλάπτω:
- Αγάπα πάντας … πλην ως μη παραβλάπτεσθαι κατά ψυχήν εκ τούτων (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 673).
- 2) Ενοχλώ, πειράζω:
- ήλθε μία βρόμα … Και όταν ήτον νότος δεν τους επαράβλαβεν (Διήγ. εκρ. Θήρ. 11031).
[αρχ. παραβλάπτω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κάνω κακό, βλάπτω: