Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράλειψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράλειψη η [parálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλείπω: Mικρή / μεγάλη / σοβαρή / ασυγχώρητη ~. H ~ του ονόματός του από τους καταλόγους οφείλεται σε λάθος. H βλάβη του μηχανισμού αποδόθηκε σε παραλείψεις και αμέλειες κατά τη συντήρησή του. Kείμενο γεμάτο λάθη και παραλείψεις. Διορθώνω / συμπληρώνω τις παραλείψεις. ~ καθήκοντος. Tιμωρείται όποιος με ενέργειες ή παραλείψεις του βλάπτει το δημόσιο συμφέρον. Aναφέρονται τα “θηλαστικά” κατά ~ της λέξης “ζώα”.

[λόγ. < αρχ. παράλειψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες