Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράκυκλος ο [parákiklos] Ο19 : (γεωμ.) η δακτυλιοειδής επιφάνεια που μένει, όταν από έναν κύκλο αφαιρεθεί άλλος ομόκεντρος και μικρότερός του.
[λόγ. < ελνστ. παράκυκλος `μέρος τροχού΄]