Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παξιμάδα η· καψιμάδα.
-
- Παξιμάδι:
- οπίσω η γυνή του βαστώντα και ταγάριν, σκορδίκια είχεν κάτωθεν και πέντε καψιμάδες (Ημερολ. 116).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2707), (Πορτολ. Β 1234).
[<ουσ. παξιμάδι + κατάλ. ‑α. Ο τ. <ουσ. καψιμάδι (Somav. II, λ. biscotto). Η λ. και σήμ.]
- Παξιμάδι:
- παξιμάδι το,
- βλ. παξιμάδιν.
- παξιμάδι 1 το [paksimáδi] Ο44 : αρτοσκεύασμα ψημένο καλά (ή δύο φορές) για να γίνει πολύ σκληρό και ξερό· (πρβ. γαλέτα, φρυγανιά). ΦΡ ξεραίνει* το σκατό του και το κάνει ~. ΠAΡ ΦΡ θέλει βρεμένο το ~, τα θέλει όλα έτοιμα, είναι πολύ τεμπέλης.
[μσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον (ανομ;) υποκορ. του ελνστ. παξαμ(άς) -άδιον = -άδι από το όν. του αρτοποιού Παξαμά]
- παξιμάδι 2 το : (τεχν.) κινητό περικόχλιο· μεταλλικό εξάρτημα (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα η οποία έχει εσωτερικό σπείρωμα για να βιδώνεται μέσα σε αυτήν βίδα.
[< παξιμάδι 1 από ομοιότητα του σχήματος(;)]
- παξιμαδίζω.
-
- Τρώω παξιμάδι:
- ο παπάς κι οι μοναχοί … παξιμαδίζουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 111).
[<ουσ. παξιμάδιν + κατάλ. ‑ίζω]
- Τρώω παξιμάδι:
- παξιμάδιν το· απαξιμάδιν· απαξιμάδιον· παξιμάδι· ποξαμάτιν· πληθ. παξιμαδία.
-
- 1) Παξιμάδι:
- το νερόν του κριθίνου παξιμαδίου δίδει … ωφέλειαν (Αγαπ., Γεωπον. 197).
- 2) (Συνεκδ.)·
- (εδώ) κομμάτι:
- κυπρίνου παξιμάδια (Προδρ. IV 207).
- (εδώ) κομμάτι:
- Έκφρ. παξιμάδι του μυστηρίου = ο άγιος άρτος που παρασκευάζεται τη Μ. Πέμπτη:
- (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28).
[<μτγν. παξαμάδιον. Ο τ. απαξιμάδι(ο)ν με ανάπτυξη του α. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Τ. παξαμάτιον τον 5. αι. και σε Γλωσσάρ. Ο τ. ποξαμάτιν και τ. παξιμάτιν και ποξομάτιν σήμ. κυπρ. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ποντ.]
- 1) Παξιμάδι:
- Παξιώτης ο· Παξώτης.
-
- Αυτός που κατοικεί στους Παξούς ή κατάγεται από εκεί:
- Ελάτε οι Ζακυθινοί, Κορφιάτες και Παξώτες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49723).
[<τοπων. Παξοί + κατάλ. ‑ιώτης]
- Αυτός που κατοικεί στους Παξούς ή κατάγεται από εκεί: