Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοίος, επίθ.
-
- 1) Κάθε είδους, ποικίλος:
- (Χρον. Τόκκων 3517), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 385).
- 2) Παντελής, ολοκληρωτικός:
- εις αλήθειαν παντοίαν (Πτωχολ. α 702· Αξαγ., Κάρολ. Έ 1211).
- 3) (Στον πληθ.) όλοι:
- παντοίους σπεύσωμεν εφευρείν τους οικείους (Διγ. Gr. 2678).
[αρχ. επίθ. παντοίος. Τ. πάμποιος και πάντοιος σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Κάθε είδους, ποικίλος: