Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντουργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντουργός, επίθ.
  • 1) (Ως επίθ. του Θεού) που δημιούργησε τα πάντα:
    • (Διγ. Α 2808).
  • 2) (Ως ουσ. προκ. για το Θεό):
    • σε σένα τον … Θεόν μου, τον … πλάστην μου και άξιον παντουργόν μου (Θυσ. 1152).

[αρχ. επίθ. παντουργός. Τ. ‑ρκός σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες