Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανταχού
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχού [pandaxú] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) παντού, στην έκφραση ~ παρών, για το Θεό που βρίσκεται παντού ή μτφ. για άνθρωπο που βρίσκεται παντού για να προσφέρει βοήθεια ή που τον συναντά κανείς σε πολλά μέρη.

[λόγ. < αρχ. πανταχοῦ]

[Λεξικό Κριαρά]
πανταχού, επίρρ.
  • 1)
    • α) Παντού, σ’ όλα τα μέρη:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5893), (Ιμπ. 279
      • έκφρ. τα πανταχού = προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού:
        • τα πανταχού ετρέξασι, τον κόσμον εξετάζουν (Μαρκάδ. 409
    • β) (μεταφ.) σε οποιαδήποτε περίσταση:
      • εύτυχος ήτον πανταχού (Διήγ. Βελ. N2 128).
  • 2) Από παντού, απ’ όλες τις πλευρές·
    • (εδώ μεταφ.):
      • κατά τον νουν γαρ πάντα τον τε άνδρα καθορώσα (ενν. η Ελένη) … πανταχού φυλαττομένη (Ερμον. Β 364).

[αρχ. επίρρ. πανταχού. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. ο πανταχού παρών και ως θηλ. ουσ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχούσα η [pandaxúsa] & απανταχούσα η [apandaxúsa] Ο25 : (προφ.) οποιοδήποτε έγγραφο (μήνυμα, ειδοποίηση κτλ.), συνήθ. από επίσημη αρχή, το οποίο απαιτεί από τον παραλήπτη να πράξει κτ. δυσάρεστο ή δύσκολο γι΄ αυτόν: Mου ΄ρθε μια ~ από την εφορία να εξοφλήσω τα χρέη, αλλιώς μου κλείνουν το μαγαζί.

[απανταχ(ού) -ούσα < λόγ. φρ. τοις απανταχού ορθοδόξοις, αρχή εγκυκλίου πατριαρχών ή μητροπολιτών (απανταχού: λόγ. < αρχ. ἀπανταχοῦ `παντού΄) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες