Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανικοβάλλω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανικοβάλλω [panikoválo] -ομαι Ρ πρτ. πανικόβαλλα, αόρ. πανικόβαλα, απαρέμφ. πανικοβάλει, παθ. αόρ. πανικοβλήθηκα, απαρέμφ. πανικοβληθεί, μππ. πανικοβλημένος : 1.προκαλώ σε κπ. πανικό: Aντί να τους καθησυχάσει, τους πανικόβαλε ακόμα περισσότερο. 2. (παθ.) καταβάλλομαι, κυριαρχούμαι από πανικό· με πιάνει πανικός: Έως ότου καταλάβω πως άδικα είχα πανικοβληθεί, το κακό πέρασε. Έφυγαν πανικοβλημένοι, πανικόβλητοι.

[λόγ. πανικ(ός) -ο- + βάλλω μτφρδ. αγγλ. throw into panic, panic (panic < αρχ. πανικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες