Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανί
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανί το [paní] Ο43 : 1.κομμάτι ύφασμα (για οποιαδήποτε μη ειδική και μάλλον πρόχειρη χρήση): Πάρε ένα ~ να ξεσκονίσεις τα έπιπλα. || (παρωχ.) συνηθέστερα για λινό ή βαμβακερό ύφασμα και μάλιστα αλεύκαντο. ΦΡ έγινε (σαν) ~ (το πρόσωπό του), έγινε κάτωχρος (από θυμό, φόβο ή άλλο συναίσθημα). είμαι / μένω ~ με ~, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος, είμαι ταπί. κόκκινο* ~. 2. ιστίο σκάφους, βάρκας ή πλοίου· άρμενο: Bάρκα με ~. Tο αεράκι φούσκωνε τα πανιά. Mάζεψε το ~ κι έπιασε τα κουπιά. (έκφρ.) κάνω / ανοίγω πανιά, (για ιστιοφόρο ή αυτούς που το κυβερνούν ή επιβαίνουν σ΄ αυτό) απλώνω τα πανιά και αποπλέω. ΦΡ στέκομαι στα πανιά, είμαι έτοιμος να αποπλεύσω και μτφ., είμαι έτοιμος και ανυπομονώ να αναχωρήσω. (λαϊκ.) του ΄δωσα ~, τον έδιωξα για πάντα ή μακριά. πανάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πανίον υποκορ. του ελνστ. πάνν(ος) -ίον < λατ. pann(us) -ος (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανί το,
βλ. πανίον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανιάζω [panázo] Ρ2.1α μππ. πανιασμένος : (προφ.) 1. αποκτώ πανάδες. 2. χλωμιάζω, γίνομαι κατακίτρινος (από ταραχή, φόβο, τρόμο κτλ.)· γίνομαι πανί. 3. (για τρόφιμα) μουχλιάζω.

[πάν(α δες και πανάδα) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάνιασμα το [pánazma] Ο49 : (προφ.) το αποτέλεσμα του πανιάζω.

[πανιασ- (πανιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανίδα η [paníδa] Ο26 : το σύνολο των ζώων μιας περιοχής, ενός τόπου: Πλούσια ~. H ~ και η χλωρίδα.

[λόγ. παν(ίς) -ίδα < αρχ. Πᾶν (όν. του αρχ. ποιμενικού θεού) -ίς, μτφρδ. νλατ. fauna (στη νέα σημ.) < υστλατ. Fauna (ρωμαϊκή θεά αδελφή του Faunus, ρωμαϊκού ποιμενικού θεού που ταυτίστηκε με τον Πάνα)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανιέρης ο,
βλ. μπανιέρης.
[Λεξικό Κριαρά]
πανιέρι το,
βλ. πανέρι.
[Λεξικό Κριαρά]
πανίερος, επίθ.· υπερθ. πανιερότατος.
  • 1) Ιερός (επιτ.):
    • (Επιστ. ηγουμ. 175).
  • 2) (Συνηθέστ. στον υπερθ. ως τιμητική προσφών. ή προσηγορία μητροπολίτη ή επισκόπου):
    • πανιερότατε και θεοτίμητε επίσκοπε (Ασσίζ. 5723· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 13r).

[μτγν. επίθ. πανίερος. Η λ. και ο τ. (ως τίτλ.) και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανίερος -η -ο [paníeros] Ε5 : συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανιερότατος, ως τιμητική προσφώνηση μητροπολίτη ή επισκόπου (της ορθόδοξης εκκλησίας).

[λόγ. < ελνστ. πανίερος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανιερότης η· πανιερότη.
  • Ως τιμητικός τίτλ. μητροπολίτη ή επισκόπου:
    • (Επιστ. ηγουμ. 174
    • πολλά βασανισμένοι και εγώ και η πανιερότη σου (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171).

[<επίθ. πανίερος + κατάλ.ότης. Η λ. στο Somav. και σήμ. εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες