Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιγγενεσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιγγενεσία η [palingenesía & palinjenesía] Ο25 : το να γεννιέται κτ. για δεύτερη φορά, να επιστρέφει από το θάνατο ή την ανυπαρξία στη ζωή· (πρβ. ανάσταση, αναγέννηση), συνήθ. μτφ. για την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό: H ελληνική / η εθνική ~.

[λόγ. < ελνστ. παλιγγενεσία]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιγγενεσία η.
  • Αναγέννηση·
    • έκφρ. λουτρόν παλιγγενεσίας = το χριστιανικό βάπτισμα:
      • (Διγ. Z 1059).

[μτγν. ουσ. παλιγγενεσία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες