Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιανθρωπιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιανθρωπιά η [palanθropá] Ο24 : η ιδιότητα του παλιανθρώπου, η πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο: H ~ του δεν περιγράφεται, κακοήθεια. Kάποτε θα πληρώσεις για τις παλιανθρωπιές και τις ατιμίες που μας έχεις κάνει.

[παλιάνθρωπ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες