Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιάμπελο το [palámbelo] Ο41 : στη ΦΡ ας πάει και το ~, ας ξοδέψω κτ. παραπάνω, προκειμένου να περάσω καλά.
[παλι(ο)- + αμπέλ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιανθρωπιά η [palanθrop
á] Ο24 : η ιδιότητα του παλιανθρώπου, η πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο: H ~ του δεν περιγράφεται, κακοήθεια. Kάποτε θα πληρώσεις για τις παλιανθρωπιές και τις ατιμίες που μας έχεις κάνει. [παλιάνθρωπ(ος) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιάνθρωπος ο [palánθropos] Ο20α : άνθρωπος γενικά κακός, κακοήθης, αχρείος, άτιμος, ανέντιμος: Mε γέλασε ο ~. Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο. Έμπλεξε με κάτι παλιανθρώπους, απατεώνες και καταχραστές, που δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο πάνω τους.
παλιανθρωπάκος ο YΠΟKΟΡ (με μετριαστική σημασία και συνήθ. περιπαικτικά) μπερμπάντης ή μικροαπατεώνας. [παλι(ο)- + άνθρωπος· παλιάνθρωπ(ος) -άκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιατζής ο [paladzís] Ο8 : ο επαγγελματίας που αγοράζει και πουλά παλαιά αντικείμενα συνήθ. μεταχειρισμένα και ευτελή· (πρβ. παλαιοπώλης): Πλανόδιος ~. Έδωσε την παλιά σαραβαλιασμένη πολυθρόνα στον παλιατζή. (έκφρ.) είναι για τον παλιατζή, εντελώς άχρηστο, λόγω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.
[παλι(ός) -ατζής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιατζίδικο το [paladzíδiko] Ο41 : το κατάστημα του παλιατζή· (πρβ. παλαιοπωλείο). (έκφρ.) είναι για τα παλιατζίδικα, εντελώς άχρηστο, λό γω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.
[παλιατζ(ής) -ίδικο]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιάτζο το,
- βλ. μπαϊλιάτζο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιατζούρα η [paladzúra] Ο25α : πράγμα παλιό, πολύ φθαρμένο και χωρίς αξία· παλιατσαρία: Tι τις φυλάς και δεν τις πετάς αυτές τις παλιατζούρες; || σύνολο παλιών, φθαρμένων και άχρηστων πραγμάτων: Mάζεψε όλη την ~.
[παλιατζ(ής) -ούρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιάτσα η [palátsa] Ο25α : παλιατσαρία.
[παλι(ός) -άτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιάτσα η,
- βλ. παλέτσα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιατσαρία η [palatsaría] Ο25α : πράγμα παλιό, πολύ φθαρμένο και χωρίς αξία, ή σύνολο τέτοιων πραγμάτων· παλιατζούρα: Πουλούσανε όσο όσο κάθε λογής ~, έπιπλα ξεχαρβαλωμένα, ρούχα σκισμένα.
[παλιάτσ(α) -αρία]