Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
παλαιός, επίθ.· παλαίος· παλιός.
  • 1) Μεγάλος στην ηλικία, ηλικιωμένος
    • α) (προκ. για πρόσωπα):
      • (Ιστ. πατρ. 17323), (Πανώρ. Ά 265
    • β) (προκ. για ζώα):
      • (Φυσιολ. (Legr.) 715), (Φορτουν. Γ́ 537
    • γ) (προκ. για φυτά):
      • (Θησ. Ζ́ [373]).
  • 2) (Για πρόσωπα)
    • α) που υπάρχει από το παρελθόν, από παλιά, «παλιός»·
      • (προκ. για φίλο, εχθρό, κλπ.):
        • (Λίμπον. 475), (Συνθήκ. Καλλ. 302
      • (προκ. για στρατιώτη):
        • εσηκώθην … ταραχή μεσόν τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς (Μαχ. 9631
    • β) που έζησε στο μακρινό παρελθόν, αρχαίος:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5885), (Διγ. Άνδρ. 39329), (Σοφιαν., Γραμμ. 76
      • (προκ. για τους Πατέρες της Εκκλησίας):
        • έπεψεν (ενν. ο Παύλος) επιστολήν των παλαιών Πατέρων (Συναξ. γυν. 130
    • γ) (κατ’ επέκταση) σεβαστός, αγαπημένος:
      • Ω μάννα μου παλιά, γλυκύν μου χώμαν (Κυπρ. ερωτ. 11113
    • δ) έμπειρος:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [752]
      • στρατιώτας παλαιούς και καλούς και διδαγμένους (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 380
    • ε) (υβριστ.) άξιος περιφρόνησης, αχρείος, τιποτένιος:
      • της Πουλισένας, της παλιάς πουτάνας (Κατζ. Έ 40).
  • 3) (Για πράγματα)
    • α) που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που υπάρχει από παλιά·
      • (προκ. για νόμο, συνήθεια κ.τ.ό.):
        • (Πουλολ. 583), (Σεβήρ., Ενθύμ. 28
      • (προκ. για την τέχνη):
        • (Ροδολ. Γ́ 45
      • (προκ. για αγάπη, πόνο, κ.τ.ό.):
        • (Ερωτόκρ. Ά 1270), (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 19
    • β) (προκ. για κτίσμα, πόλη, λιμάνι. κ.τ.ό.) που κατασκευάστηκε παλιά:
      • (Έκθ. χρον. 1726), (Μαχ. 1526
    • γ) (προκ. για προϊόν) που παρασκευάστηκε παλιά, που είναι παλιάς εσοδείας:
      • (Ασσίζ. 24515), (Ορνεοσ. αγρ. 5475
    • δ) (ειδικά για φυτικό προϊόν) ξηρός:
      • (Ιερακοσ. 4875), (Ιατροσόφ. 9418
    • ε) (προκ. για νόμισμα) παλιάς κοπής· (συνεκδ.) μεγάλης αξίας:
      • (Διγ. Z 2078).
  • Εκφρ.
  • 1) Παλαιά Γραφή/Διαθήκη = το σύνολο των ιερών βιβλίων των Εβραίων πριν από το Χριστό, Παλαιά Διαθήκη:
    • (Συναξ. γυν. 115), (Γεωργίου Ρήτορος, Στ. 57).
  • 2) Παλαιοί χρόνοι = το παρελθόν:
    • (Πανώρ. Έ 239).
  • 3) Παλαιόν ένδυμα = (θεολ.) παλιός άνθρωπος (βλ. έκφρ. 4):
    • (Φυσιολ. 34430), (34421).
  • 4) Παλαιός άνθρωπος = (θεολ.) ο παλιός, ο μη αναγεννημένος από το Χριστό άνθρωπος:
    • (Φυσιολ. 34427).
  • 5) Παλαιός λόγος, βλ. λόγος Εκφρ. 8.
  • 6) Τον παλαιόν καιρόν = στο παρελθόν:
    • (Έκθ. χρον. 7313), (Βακτ. αρχιερ. 185).
  • Το αρσ. ως ουσ. =
    • α) (παλιός) φίλος:
      • Αρωτούμεν σε ως παλαιόν και εμπιστόν (Μαχ. 18411
    • β) οι παλαιότερες γενιές ανθρώπων, οι πρόγονοι:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1993), (Τριβ., Ταγιαπ. 115).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • α) (στον πληθ.) γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν:
      • σαν σε πω τα παλαιά, να γράψω άλλο νόβο (Κορων., Μπούας 11
    • β) (στον εν.) καρπός της σοδειάς των προηγούμενων χρόνων:
      • να φάτε από την εσοδειά παλαιό ως τον χρόνο τον έννεατο (Πεντ. Λευιτ. XXV 22
      • έκφρ. κατά το παλαιόν = σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο:
        • (Βελλερ., Επιστ. 54).
  • [αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τ. παλαίος και σήμ. ποντ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. παλιός και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    παλαιός -ά -ό [paleós] Ε2 : (πρβ. παλιός). 1. που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρχε στο παρελθόν. ANT νέος, καινούριος: Παλαιά πόλη / συνοικία / γειτονιά. Παλαιά ήθη και έθιμα. Παλαιότερες εποχές. Παλαιά μέθοδος. Παλαιά Διαθήκη. 2. (για πρόσ.) α. που είχε στο παρελθόν ή που από το παρελθόν συνεχίζει να έχει ορισμένη ιδιότητα: Παλαιοί πολεμιστές. Παλαιοί συνεργάτες. β. (ως ουσ.) οι παλαιοί, οι πρόγονοι. 3. (για ονόματα πόλεων κτλ.) που υπήρξε πριν από άλλο ομώνυμο ή σύγχρονο: Παλαιό Φάληρο. Παλαιό Ψυχικό. παλαιά ΕΠIΡΡ στο παρελθόν, παλιά: Kατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού παλαιότερα είχε ξανατεθεί το ζήτημα.

    [λόγ. < αρχ. παλαιός]

    [Λεξικό Κριαρά]
    παλαιόσπιτον το· παλαιόσπιτο· παλιόσπιτο(ν).
    • Σπίτι παλιό:
      • το σπίτι, το παλαιόσπιτον, το καινουργιοχαλασμένον (Προδρ. III 27373 χφφ PK κριτ. υπ).
    • Ο τ. παλαιόσπιτο ως τοπων.:
      • (Πορτολ. Α 20127‑8).

    [<επίθ. παλαιός + ουσ. σπίτι. Ο τ. παλιόσπιτο και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες