Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδαγωγός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδαγωγός ο [peδaγογós] Ο17 θηλ. παιδαγωγός [peδaγoγós] Ο34 : 1.ο ειδικός στη θεωρητική μελέτη ή στην πρακτική εφαρμογή της παιδαγωγικής επιστήμης: Συνέδριο Ελλήνων παιδαγωγών. Φιλόσοφος και ~. || αυτός που είναι ικανός στο να ασκεί αγωγή, ευεργετική επίδραση στην ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των νέων. 2. (μτφ.) αυτός που διαπαιδαγωγεί: Σε καιρούς επαναστατικούς η τέχνη γίνεται ~ των λαών.

[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγός `οδηγός΄, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος να συνοδεύει τα αγόρια στο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. pédagogue (στη νέα σημ.) < λατ. paedagogus < αρχ. παιδαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδαγωγός ο.
  • 1)
    • α) Αυτός που παραδίδει μαθήματα, δάσκαλος:
      • (Sprachlehre 186
      • παιδαγωγόν επιτήδειον και αρκετόν εις υπηρεσίαν παιδευτηρίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5412
    • β) αυτός που διδάσκει με τη συμπεριφορά του, υπόδειγμα:
      • βιώσας τε καλώς ο Διγενής Ακρίτης τύπος αρχόντων γέγονεν, …, παιδαγωγός φρονήσεως (Διγ. Z 4038
    • γ) (ειρων. προκ. για δάσκαλο που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς):
      • (Κυπρ. ερωτ. 27 τίτλ).
  • 2) Αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα ανηλίκου, επίτροπος:
    • προκουράτωρ λέγεται εκείνος οπού λέγομεν ημείς παιδαγωγόν (Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 295
    • (προκ. για επίτροπο ανήλικου ηγεμόνα):
      • (Δούκ. 31129).
  • 3) (Ως τίτλος βιβλίου, το οποίο υποδεικνύει μεθόδους ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών):
    • το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου … ημείς το ονομάσαμεν «Παιδαγωγόν» (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).

[αρχ. ουσ. παιδαγωγός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες