Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παθαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθαίνω [paθéno] -ομαι στη σημ. 3 Ρ αόρ. έπαθα, απαρέμφ. πάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. (στη σημ. 1α) παθημένος : 1.(για πρόσ.) α. υφίσταμαι, δέχομαι κτ. κακό, επιζήμιο, δυσάρεστο: ~ μια συμφορά / μια ζημιά / ένα ατύχημα / μια καταστροφή. Πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό. Kαθυστέρησα, γιατί έπαθα ένα μικρό (τροχαίο) ατύχημα. Ευτυχώς κανείς από τους επιβάτες δεν έπαθε κάτι το σοβαρό. Έπαθε πολλά στη ζωή του, αλλά μυαλό δεν έβαλε. || (μππ.) για πρόσωπο που έχει πάθει πολλές και μεγάλες συμφορές, ατυχίες στη ζωή του: Παθημένη γυναίκα είναι, δεν τη λυπάσαι; (έκφρ.) την έπαθα ή την έπαθα σαν αγράμματος / σαν Xιώτης / χιώτικα κτλ., εξαπατήθηκα, ζημιώθηκα κτλ. από αφέλεια, επιπολαιότητα, απροσεξία κτλ.· ΣYN ΦΡ την πάτησα. είδα κι έπαθα, προσπάθησα πολύ, κοπίασα, ταλαιπωρήθηκα, βασανίστηκα: Είδα κι έπαθα να τον πείσω. τα ΄θελες και τα ΄παθες ή ήθελές τα κι έπαθές τα, από δική σου υπαιτιότητα έπαθες. την έπαθα τη δουλειά, απέτυχα, έπαθα κτ. κακό, συνήθ. απροσδόκητο. καλά να πάθει, για να δηλωθεί χαιρέκακη ικανοποίηση, του άξιζε να πάθει. ~ πατατράκ*. ~ πλάκα* / την πλάκα της ζωής μου. || σε εκφορές που δηλώνουν έκπληξη, ξάφνιασμα όταν κάποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά από τη συνήθειά του: Πώς το ΄παθες και μας χαιρέτησες;, ενώ ως τώρα δε χαιρετούσες. (και ως ειρ. σχολιασμός συνήθειας): Πείνασες; πώς το ΄παθες; β. προσβάλλομαι από πάθηση σωματική ή ψυχική: ~ γρίπη / τύφο / γάγγραινα. Έπαθε μελαγχολία / αμνησία. || Tι έπαθες / έπαθε και…, τι σου / του συμβαίνει και: Tι έπαθες και δε μιλάς; 2. (για πράγματα, μηχανισμούς, κατασκευές) υφίσταμαι βλάβη, ζημιά, φθορά, καταστροφή κτλ.: Kάτι έπαθε το αυτοκίνητο και δεν παίρνει μπρος. Mε το σεισμό πολλά παλιά κτίρια έπαθαν σοβαρές ζημιές. Δες τι έπαθε το φως και δεν ανάβει. ~ λάστιχο* και ως ΦΡ. 3. (παθ., προφ.) α. εξάπτομαι συναισθηματικά, κυριεύομαι από έντονο πάθος· παθιάζομαι, φανατίζομαι: Παθαίνεται όταν συζητά πολιτικά. β. παθιάζομαι, μερακλώνομαι: Παθαίνονταν σαν άκουγαν σκοπούς ανατολίτικους.

[ελνστ. παθαίνω < μεταπλ. του αρχ. πάσχω με βάση το συνοπτ. θ. παθ- (π.χ. αόρ. ἔπαθον) κατά τα ρ. -αίνω (σύγκρ. και ελνστ. πανθάνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
παθαίνω· παθάννω· παθάνω· παθθάννω· πανθάνω· μτχ. παρκ. παθωμένος.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Υφίσταμαι συμφορές, βάσανα· δοκιμάζω κ. οδυνηρό, επιζήμιο ή πολύ δυσάρεστο:
        • ν’ αρχίσω ο κακότυχος να γράψω τά παθάνω (Περί ξεν. 280· Πόλ. Τρωάδ. 1486
      • β) (προκ. για ερωτικά βάσανα):
        • (Αχιλλ. L 205
        • (με σύστ. αντικ.):
          • πάθος πανθάνει φοβερόν (Καλλίμ. 1826
      • γ) (προκ. για απονομή δικαιοσύνης) δέχομαι τιμωρία:
        • Το άλογον δεν άκουσεν, κι ιδέτε τι παθαίνει (Αιτωλ., Μύθ. 1247· Βακτ. αρχιερ. 177
      • δ) (με αντικ. ουσ. που δηλώνουν συγκεκριμένη σωματική, ηθική, ψυχική, υλική και άλλων ειδών βλάβη, όπως ανάγκη, αντροπή, ατιμία, βάσανο(ν), βία, δεινά, δήμευσις, ζημία, καημός, κακομοιριά, κακόν, κάκωσις (‑ση), νοβέλλα, οδύνη, πειρασμός, πικρία, πομπή, πληγή, πόνος, πράγμα, σκλαβιά, σκλάβωση) υφίσταμαι, δοκιμάζω:
        • πολλές ανάγκες έπαθες διά την εμήν αγάπην (Λίβ. N 2705· Μαχ. 20638), (Αχιλλ. (Smith) N 81), (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17113), (Πόλ. Τρωάδ. 7060), (Λίβ. P 1376), (Βακτ. αρχιερ. 161, 177), (Λίβ. Esc. 1997), (Ερωτόκρ. Ά 1992), (Σαχλ., Αφήγ. 616), (Λίβ. Esc. 3128), (Λίβ. Sc.829), (Σαχλ. N 45), (Λίβ. P 2576), (Αιτωλ., Μύθ. 10016), (Λίβ. (Lamb.) N 580), (Λίβ. Esc. 3511), (Αιτωλ., Μύθ. 1135), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14520, 3906
        • φρ.
          • (1) Παθαίνω θέαμα εις κάπ. = εξευτελίζομαι στα μάτια κάπ.
            • (Διγ. Esc.153
          • (2) Παθαίνω κινδύνους = περνώ μέσα από δύσκολες και κρίσιμες καταστάσεις:
            • (Λίβ. N 1144
          • (3) Παθαίνω κρίματα = υποπίπτω σε ηθικά σφάλματα, αμαρτάνω:
            • (Θρ. πατρ. 7
          • (4) Παθαίνω φόνο(ν) = μου τυχαίνει φονικό, σκοτώνομαι:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3492), (Αχέλ. 691
          • (5) Την έπαθα (ενν. τη δουλειά) = μου συνέβη απρόοπτα κ. δυσάρεστο:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52310).
    • 2) (Με αντικ. το ουσ. καλό): ωφελούμαι, ευημερώ:
      • (Σπαν. (Ζώρ) V 532), (Λόγ. παρηγ. L 729
      • φρ. καλά να πάθει (προκ. για δήλωση ικανοποίησης για άτομο που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του):
        • (Σουμμ., Ρεμπελ. 176).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Καταλαμβάνομαι από πάθος για κ.:
      • εκείνος … έχει πάθει κάστρον διά να βουληθεί να κάμει (Αιτωλ., Μύθ. 456).
    • 2)
      • α) Ταλαιπωρούμαι, υποφέρω, με βρίσκουν βάσανα:
        • Ω Βελισάριε …, έπαθες διά φθόνον (Διήγ. Βελ χ 134
      • β) (προκ. για σωματική βλάβη):
        • καθεείς επάθαινεν στο φασκιωτόν κεφάλι. Εβρέχασιν απάνω τους οι λίθοι (Αχέλ. 402
      • γ) (προκ. για ερωτικό πόνο):
        • εφλέχθης διά τον έρωτα, …, έπαθεν η καρδία σου (Λίβ. P 450).
    • 3) Τιμωρούμαι:
      • Δίκαιος έστιν ο Θεός …, αξίως γαρ παθάνομεν οι αμαρτωλοί εν τῳ Άδῃ (Ντελλαπ., Υπομν. 118).

[μτγν. παθαίνω. Ο τ. ‑άν‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑νθάν‑ (<έπαθον, αόρ. του πάσχω) τον 8. αι. και στο Meursius. (λ. πανθάνειν, παθθαίνειν). Η μτχ. παρκ. ‑ωμένος και σήμ. κρητ. Τ. παθθαίννω σήμ. κυπρ. Τ. παθθαίνω και παθθάνω στο Meursius (λ. παθθαίνειν). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες