Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγανικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παγανικός, επίθ.
  • (Προκ. για περιουσιακά στοιχεία) που προέρχονται ανεπίσημα, χωρίς νομική πράξη:
    • Παγανικά (ενν. πεκούλια) δε λέγονται όσα έχουσι τινές από τους πατέρες τους διά υπηρεσίας τους ή διά χρείαν τους … (Νομοκριτ. 104 τρις).

[<μτγν. ουσ. παγανός + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 5. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες