Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγίδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγίδα η [pajíδa] Ο26 : 1.κατασκευή ή μηχανισμός με τον οποίο, εξαπατώντας ένα ζώο, το συλλαμβάνουμε ζωντανό ή το σκοτώνουμε: ~ για ποντίκια, ποντικοπαγίδα. ~ για λαγούς. ~ για πουλιά· (πρβ. ξόβεργα). Έστησαν παγίδες στα περάσματα των αλεπούδων. 2. (μτφ.) α. κάθε είδους τέχνασμα με το οποίο κάποιος προσπαθεί να εξαπατήσει άλλους και να τους κάνει να αντιδράσουν ή να ενεργήσουν με τρόπο που βλάπτει ή ζημιώνει τους ίδιους· (πρβ. δόλος, απάτη): Πρόσεχε μη σου στήσει καμιά ~. Πέφτω / πιάνομαι στην ~ των αντιπάλων μου. Kαλοστημένη / έξυπνη ~. H κυβέρνηση, πέφτοντας για άλλη μια φορά στην ~ της αντιπολίτευσης, προκήρυξε εκλογές. β. για σημείο δρόμου ή εδάφους επικίνδυνο για όποιον δεν το γνωρίζει ή δεν προσέχει ιδιαίτερα: Επικίνδυνος δρόμος, γεμάτος παγίδες. γ. για οτιδήποτε μπορεί να παραπλανήσει κπ. και να τον παρασύρει σε ενέργεια βλαπτική για τον ίδιο: Ερώτηση ~. Πρόταση ~. Συμφωνία ~.

[μσν. παγίδα < αρχ. παγίς, αιτ. -ίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
παγίδα (I) η.
  • 1) Κατασκευή για σύλληψη πουλιών ή ζώων, παγίδα:
    • Μι’ αλεπού επιάστηκε κάπου εις την παγίδα (Αιτωλ., Μύθ. 71· Ιστ. Βλαχ. 173).
  • 2) (Μεταφ.) δόλιο τέχνασμα, πλεκτάνη:
    • είναι άγκιστρον (ενν. η μέθη), του Σατανά παγίδα (Ιστ. Βλαχ. 2049· Λούκαρ., Διάλ. 22812).
  • 3) Αιχμαλωσία, σκλαβιά:
    • να πάρεις αποπάνω μας του Τούρκου την παγίδα (Ιστ. Βλαχ. 2562).

[<αιτιατ. του αρχ. ουσ. παγίς. Η λ. στο Μeursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παγίδα (II) η.
  • α) Κόκαλο του θώρακα, πλευρό:
    • από τ’ Αδάμου την πλευράν η μια παγίδα εσύ 'σαι (Ερωτοπ. 570
  • β) (συνεκδ.) θώρακας, στήθος:
    • εγροίκησε μεγάλον πόνον εις την παγίδα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 287).

[<αιτιατ. του ουσ. παγίς (L‑S, λ. παγίς σημασ. II). Πβ. σήμ. λ. πα(γ)ίδι. Η λ. με διαφορ. σημασ. και διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες