Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παίζω [pézo] -ομαι Ρ3 : I1.απασχολούμαι με κτ. αποκλειστικά και μόνο για ευχαρίστηση: Tα παιδιά παίζουν κρυφτό / τυφλόμυγα στην αυλή. Tα γατάκια παίζουν μ΄ ένα κουβάρι μαλλί. Παίζει με την κούκλα της όλη μέ ρα και δε μελετάει. 2α. απασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, με σκοπό την ηθική ή υλική νίκη: Στα καφενεία παίζουν χαρτιά / τάβλι. Παίζουμε στ΄ αστεία / στα ψέματα / για να περάσει η ώρα, χωρίς προοπτική υλικού κέρδους. (έκφρ.) ~ σε κτ., για να δηλώσουμε το έπαθλο, αυτό που θα κερδίσει ο νικητής του παιχνιδιού: Παίζουμε σ΄ ένα μπουκάλι κρασί. || (ειδικότ.) ασχολούμαι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με ορισμένο άθλη μα το οποίο προϋποθέτει τη συμμετοχή αντιπάλων: ~ ποδόσφαιρο / μπάσκετ / βόλεϊ / τένις. Στο γήπεδο παίζουν μπάλα. Παίζουν μπάσκετ για το κύπελλο νέων. Πότε παίζει η εθνική;, πότε διεξάγεται ο αγώνας; (έκφρ.) τους παίζουν μονότερμα*. || παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, λαχείο: ~ στον ιππόδρομο / στη ρουλέτα. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει, δε χαρτοπαίζει. || ~ στο χρηματιστήριο. β. (οικ.) κάνω μια ορισμένη κίνηση μέσα στα πλαίσια ενός παιχνιδιού: H σειρά σου να παίξεις. Ποιος παίζει πρώτος; γ. γνωρίζω τους κανόνες ή τη μέθοδο ενός παιχνιδιού: Tι παιχνίδια παίζεις; Παίζει καλό σκάκι, είναι γερός στο σκάκι. || (παθ., στο γ' πρόσ.): Πώς παίζεται το πινάκλ; Aυτό το παιχνίδι παίζεται με τρεις τουλάχιστον παίκτες. 3α. συμμετέχω σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Aν παίξει ο Kώστας, εγώ δεν ~. Aυτό το πούλι / το πιόνι δεν παίζει. β. αποδέχομαι τη συμμετοχή κάποιου σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Οι συμμαθητές του δεν τον παίζουν. ΦΡ και εκφράσεις ~ με ανοιχτά χαρτιά*. ~ διπλό* παιχνίδι. ~ το παιχνίδι κάποιου, τον βοηθώ, τον εξυπηρετώ έμμεσα και συχνά χωρίς να το θέλω. ~ κπ. μονότερμα*. ~ τον παπά*. ~ με τις λέξεις / με τα λόγια, προσπαθώ να αποφύγω, να αποπροσανατολίσω μια συζήτηση με λογοπαίγνια ή σοφιστείες. ~ άσχημο παιχνίδι*. ~ μπουνιές / γροθιές, ρίχνω, ανταλλάσσω χτυπήματα με κπ. του τις έπαιξε, τον έδειρε. ~ το τελευταίο μου χαρτί*. ~ κρυφτούλι, αποφεύγω να κάνω κτ. δεν παίζομαι, είμαι ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος δεν παίζεται. τα ~: α. τρομάζω: Mόλις είδε το αίμα τα ΄παιξε. β. εξαντλούμαι σωματικά ή πνευματικά: Tα ΄χω παίξει / τα ΄χω παιγμένα το τελευταίο διάστημα. Tα ΄χει παίξει απ΄ το διάβασμα. γ. χαλώ (συνήθ. για μηχάνημα, μηχανισμό κτλ.): Tα ΄παιξε η τηρεόραση. Nα δούμε πότε θα τα παίξει αυτό τ΄ αμάξι. II1. υποδύομαι: Ο ηθοποιός έπαιξε με μαεστρία το ρόλο του. ~ στο θέατρο / στον κινηματογράφο / στο καινούριο σίριαλ της τηλεόρασης. (έκφρ.) ~ το ρόλο κάποιου, υποκαθιστώ, συμπεριφέρομαι, λειτουργώ ως…: Έπαιξε το ρόλο του πατέρα για τα ορφανά ανίψια του. παίζει ρόλο, έχει σημασία, αξία: Ο τύπος παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλώσσας. ΦΡ ~ θέατρο*. το ~ (επιστήμονας, σπουδαίος κτλ.), παριστάνω, κάνω τον… 2α. παρουσιάζω ή αναμεταδίδω ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Ο θίασός μας θα παίξει Mολιέρο στη χειμερινή σεζόν. Πότε παίχτηκε αυτό το έργο;, πότε ανέβηκεII8; Tο Εθνικό Θέατρο παίζει τις «Bάκχες» του Ευριπίδη. Tο σινεμά της γειτονιάς μας παίζει πάντοτε δύο έργα. H τηλεόρα ση παίζει ένα ηλίθιο έργο, προβάλλει. β. (για θέατρο, θίασο, κινηματογράφο, μουσικό όργανο, ραδιόφωνο, τηλεόραση) λειτουργώ: Tα θέατρα δεν παίζουν τις Δευτέρες, αργούνII. Mερικοί χειμερινοί κινηματογράφοι παίζουν και το καλοκαίρι. Tο ραδιόφωνο / το πιάνο μας δεν παίζει, είναι χαλασμένο. 3α. εκτελώ ή αναμεταδίδω μια μουσική σύνθεση: ~ μια σονάτα του Σοπέν στο σαξόφωνο. Tο ραδιόφωνο παίζει τον Εθνικό Ύμνο. β. ξέρω να χειρίζομαι ένα μουσικό όργανο: ~ βιολί / κιθάρα. III1α. κουνώ: Mην παίζεις τα ψιλά / τα κέρματα στην τσέπη σου. Ο σκύλος παίζει την ουρά του. ΦΡ ~ κτ. στα δάχτυλα, το ξέρω καλά. ~ κπ. στα δάχτυλα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου· ΣYN ΦΡ σέρνω κπ. από τη μύτη. β. κουνιέμαι εξαιτίας κακής εφαρμογής: Παίζει το κλειδί στην κλειδαριά. Παίζει το πόδι στο παπούτσι. Παίζει το καρφί στον τοί χο. 2α. τρεμουλιάζω: Παίζει το φως. Παίζει ο ήλιος στις πλάκες. Παίζει το μάτι μου. Tα ρουθούνια του παίξανε. ΦΡ παίζει το μάτι του, είναι έξυπνος. παίζει το μάτι της, προσέχει τους άντρες. β. ταλαντεύομαι: Παίζει η βελόνα του μετρητή. Παίζουν οι τιμές στην αγορά. 3. ψηλαφώ από ανία ή νευρικότητα: Παίζει το κομπολόι του. Παίζει με την αλυσίδα των κλειδιών του. ΦΡ παίζει το πουλί* του. IV1. αστειεύομαι, κοροϊδεύω: Πρόσεξε καλά, εγώ δεν ~. Mην παίζεις με τον πόνο μου. (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες*. όχι παίζουμε!, λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί έκπληξη σε κπ. που δυσπιστούσε. μου την έπαιξε, με γέλασε. ΦΡ δεν είναι παίξε γέλασε, για κτ. σημαντικό: Είναι σοβαρή υπόθεση· δεν είναι παίξε γέλασε. (απαρχ.) ~ εν ου παικτοίς, αστειεύομαι για πράγματα σοβαρά, σημαντικά. 2. αψηφώ, ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: Ο ακροβάτης παίζει με τη ζωή του. Mην παίζεις με την υγεία σου! Kόψε το τσιγάρο. Σ΄ αυτές τις συνομιλίες παίζονται οι τύχες του έθνους. ΦΡ ~ με τη φωτιά*. τα ~ όλα για όλα, ριψοκινδυνεύω τα πάντα για να πετύχω κάτι. ~ κτ. μονά* ζυγά. ~ κτ. στα ζάρια*. ~ κτ. κορόνα* γράμματα.

[αρχ. παίζω (ΙΙ1, ΙΙ2α: λόγ. σημδ. γαλλ. jouer & αγγλ. play)]

[Λεξικό Κριαρά]
παίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Παίζω
        • α) παιγνίδι:
          • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 147), (Σουμμ., Παστ. φίδ. B́ [1047]
          • (προκ. για βιτάλι, βλ. ά.):
            • (Προδρ. II 26-13 χφ H κριτ. υπ.
          • (εδώ σε ιδιάζ. χρ.):
            • το κεφάλι του (ενν. του γενεράλε) έμπροσθεν του βιζίρη … μπάλα να το παίξουνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52516
        • β) (με την πρόθ. μετά + αιτιατ.):
          • η θηλυκή (ενν. πελεκάνος) … βλέπει τα πουλία της και παίζει μετ’ εκείνα (Φυσιολ. (Legr.) 791).
      • 2) (Προκ. για άθλημα ή αγώνισμα) συμμετέχω, παίρνω μέρος:
        • Ρέντες και τζούστρες έπαιξα (Ιμπ. 772· Προδρ. IV 366), (Βουστρ. 449).
      • 3)
        • α) Ερωτοτροπώ:
          • (Καλλίμ. 949
        • β) συμμετέχω σε ερωτικά παιγνίδια:
          • έλεγόν μου να παίξω με γυναίκας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 138).
      • 4)
        • α) Παίζω τυχερό παιγνίδι:
          • συμβουλεύω σε τα ζάρια να μη παίζεις (Σαχλ. N 108
          • παίζει τα χαρτιά (Δεφ., Λόγ. 95
        • β) διακινδυνεύω κ. σε τυχερό παιγνίδι:
          • Έπαιξες και τα ρούχα σου και εχάσες τα εις το αζάριν (Πουλολ. 121).
      • 5) Παίζω μουσικό όργανο:
        • (Λίβ. P 1050), (Απολλών. 223
        • (προκ. για καμπάνα):
          • (Θρ. Κύπρ. 341
        • φρ. παίζω τρουμπέτες της νίκης = (σε στρατιωτική χρ.) σαλπίζω νικητήριο σάλπισμα:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23810).
      • 6)
        • α) (Με αντικ. τη λ. μουσική):
          • (Λίβ. Esc. 931
        • β) (σε στρατιωτική χρ., με υποκ. μουσικό όργανο) δίνω παράγγελμα:
          • (Ερωτόκρ. Δ́ 1193
          • το τρουμπέτι έπαιξεν στρέμμαν (Μαχ. 6624
          • (μεταφ.):
            • Παίξετε …, σάλπιγγες τους καημούς μας (Ζήν. Γ́ 383).
      • 7)
        • α) Χειρίζομαι όπλο· πυροβολώ:
          • οι καβαλάροι τω Φραγκώ … επαίζα τ’ αρκομπούζα τως (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20222· 2927, 15224
          • (προκ. για το τόξο του Έρωτα):
            • (Ερωτόκρ. Ά 274
          • (προκ. για σκριμίδα = ξιφομαχία μεταφ.):
            • (Στάθ. Ά 124
          • (μεταφ.):
            • τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55125
        • β) (με την πρόθ. με + αιτιατ.):
          • έπαιξεν (ενν. ο παχιάς) τόσον δυνατά με την αντελλαρίαν (Θρ. Κύπρ. 266
        • γ) (με αντικ. τη λ. κοντάρι) παίρνω μέρος σε κονταροχτύπημα:
          • (Ιμπ. (Legr.) 330· Λίβ. (Lamb.) N 658
          • (με τη λ. κονταριές σε διάφ. τ.):
            • (Αχιλλ. (Smith) N 157), (Ιμπ. (Legr.) 407).
      • 8) Πολεμώ, μάχομαι με κάπ.:
        • (Κορων., Μπούας 149
        • Επαίζαν (ενν. οι Τούρκοι) και ακτυπούσαν της (ενν. της Αμμοχώστου) (Θρ. Κύπρ. M 726).
      • 9) (Με υποκ. τη λ. μοίρα ή συνώνυμές της) ταλαιπωρώ, βασανίζω:
        • το πώς παίζει τον άτυχον (ενν. η μοίρα), ωσάν παιγνιώτης λύραν (Σαχλ., Αφήγ. 26· Γλυκά, Στ. 312
        • (σε βυζ. παροιμ.):
          • η άρκος μετ’ εσέν παίζει· να παίξει και μετ’ αύτον (Γλυκά, Στ. 369).
      • 10)
        • α) Κοροϊδεύω, περιπαίζω:
          • Πως με γελάς και παίζεις με, το λόγιασα περίσσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [72]· Αλεξ. 1312
        • β) πειράζω, ενοχλώ:
          • (Συναξ. γαδ. 186
        • γ) (με τις προθ. με, μετά + αιτιατ.) αστειεύομαι με κάπ., δεν τον παίρνω στα σοβαρά:
          • να μην αποκοτά ποτέ να παίζει μετά μένα (Ερωφ. Έ 256· Έ 238
        • δ) χλευάζω, γελοιoποιώ:
          • (Ανακάλ. 51
          • ηθέλησε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) να παίξει το αγγελικό σχήμα των καλογήρων (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 45
        • ε) διασκεδάζω κάπ.:
          • να τους παίζει (ενν. η καμήλα) να γελούν (Διήγ. παιδ. 85).
      • 11)
        • α) Εξαπατώ, ξεγελώ:
          • (Ιστ. Βλαχ. 1736
          • Όλους γελάς και παίζεις τους (ενν. κόσμε δολερέ) με τα πλανέματά σου (Φαλιέρ., Ρίμ. 117
        • β) (με υποκ. τη λ. οίνος) μεθώ, ζαλίζω:
          • (Ημερολ. 16).
      • 12) Κουνώ, σείω:
        • Ένα δεντρόν … το 'παιζεν ο άνεμος (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13423· Αιτωλ., Μύθ.1286
        • φρ. παίζω κοντογύρισμα = κάνω ελιγμό:
          • (Προδρ. I 176).
      • 13) (Με αντικ. τη λ. άλογο) ιππεύω:
        • (Ιστ. Βλαχ. 2134), (Διγ O 2919).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Παίζω:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1042]), (Καλλίμ. 1320
        • (ειρων.):
          • (Κορων., Μπούας 11
        • (μεταφ.):
          • αφότου κουρταλίσουσιν και παίξουσιν (ενν. τα κρομμύδια μέσα στο κακκάβι) (Προδρ. IV 370
        • (προκ. για πουλί) πετώ εδώ κι εκεί:
          • (Διγ. Άνδρ. 3756).
      • 2) Χορεύω:
        • (Αλεξ. 2728), (Διγ. Άνδρ. 4036).
      • 3)
        • α) Διασκεδάζω:
          • (Διγ. Άνδρ. 37523‑4
          • Του Μερκουρίου δε ο νους δεν ήτον στο τραπέζι, … να κάθεται να παίζει (Κορων., Μπούας 15
          • (ειρων.):
            • Παίζεις τοιαύτα ακούων, ω ιερεύ; Έχεις νουν; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 721
        • β) (προκ. για στίχο) έχω διασκεδαστικό, ψυχαγωγικό περιεχόμενο:
          • στίχους … παίζοντας, αλλ’ ουκ αναισχυντώντας (Προδρ. I 10
        • γ) (προκ. για μάτια) φανερώνω παιγνιδιάρικη, εύθυμη διάθεση:
          • (Ιμπ. 84
        • δ) αστειεύομαι:
          • όσοι χριστιανοί υπάσιν εις γάμον … μηδέ να παίζουσιν μηδέ να γελούσιν άσεμνα (Νομοκριτ. 71· Κορων., Μπούας 58).
      • 4)
        • α) Ερωτοτροπώ:
          • (Ημερολ. 66), (Διγ. Άνδρ. 39618
        • β) επιδίδομαι σε ερωτικά παιγνίδια:
          • εστολίζουμουν … και επάντεχα τον νέον να παίξομεν (Διγ. Άνδρ. 3701
          • φρ. παίξε γέλασε = (εδώ) διασκέδαση με ερωτικό σύντροφο:
            • (Βοσκοπ. 227).
      • 5)
        • α) (Προκ. για μουσικό όργανο) παράγω ήχο· εκτελώ μουσικό κομμάτι:
          • Βιολιά να παίζου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57017· Βίος Δημ. Μοσχ. 450
        • β) (σε στρατιωτική χρ.) δίνω παράγγελμα:
          • αγρυπνούσι κι όντε οι τρουμπέτες παίξουσι, στον πόλεμο να βγούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19026).
      • 6) (Προκ. για όπλο) βρίσκομαι σε χρήση:
        • επαίζαν τα δοξάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38821· 31312).
      • 7) (Προκ. για τη γνώση, τη φρόνηση) ενεργοποιούμαι, λειτουργώ:
        • (Σπαν. (Μαυρ.) P 94
        • Να παίξει η φρόνεψή σου θέλω σε τούτη τη δουλειά (Στάθ. Á 159).
      • 8) (Προκ. για άλογο) καλπάζω:
        • (Διγ. Gr. 137).
  • II. (Μέσ.) διασκεδάζω:
    • ήτον (ενν. ο Αίας) αφροντιστικός, … πολλά πάντα επαίζετον μετά χαράς (Πόλ. Τρωάδ. 2105).
  • Φρ.
  • 1) Παίζω λεβάδα, βλ. λεβάδα Φρ. 2.
  • 2) Παίζω τα μάτια = κοιτάζω δεξιά αριστερά, προς όλες τις κατευθύνσεις:
    • (Στάθ. Γ́ 32).
  • 3) Παίζω με το μάτι, βλ. ομμάτιον Φρ. 18.
  • 4) Παίζω την πεζάλαν = βαδίζω, πηγαίνω με τα πόδια:
    • (Προδρ. IV 312).
  • 5) Παίζω και πηδώ = εκδηλώνω έντονη χαρά:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30513).

[αρχ. παίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες