Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πήλινος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πήλινος -η -ο [pílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πηλό: Πήλινα πιάτα / αγαλματάκια. Πήλινη κανάτα / στάμνα. ΦΡ γίγαντας* με πήλινα πόδια. || (ως ουσ.) τα πήλινα, σκεύη, αντικείμενα από πηλό: Άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί με πήλινα.

[λόγ. < αρχ. πήλινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες