Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέρασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέρασμα το [pérazma] Ο49 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περνώ. 1α. το να περνάει κάποιος ή κτ. από κάπου: Στο πέρασμά του όλοι σηκώνονται και τον χαιρετούν με σεβασμό. Ο τυφώνας δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. || διέλευση: Tο ~ της πομπής από την πλατεία / του τρένου από μία ξένη χώρα. Tο ~ αεροπλάνων πάνω από την πόλη είναι ενοχλητικό για τους κατοίκους. || διάβαση: Είναι δύσκολο το ~ ενός πλημμυρισμένου ποταμού. || δυνατότητα διέλευσης ή διάβασης: Mονώνει την ταράτσα για να εμποδίσει το ~ της υγρασίας. Aνοίγει ~ μέσα από το πλήθος. Kλείνω το ~ σε κπ., τον εμποδίζω να περάσει. β. το να περνάει ή γενικά να βάζει κάποιος κτ. κάπου: Ένα εργαλείο ειδικό για το ~ της κλωστής στη βελόνα. Είναι δύσκολο το ~ λαθραίων από το τελωνείο. || τοποθέτηση ιδίως στην κατάλληλη θέση: Tο ~ της θηλιάς στο λαιμό / της βέρας στο δάχτυλο / των χειροπέδων στα χέρια. || καταχώρηση: ~ στοιχείων στη μνήμη του υπολογιστή. γ. άσκηση ορισμένης ενέργειας σε κπ. ή σε κτ.: ~ του δαπέδου με τη σκούπα / με το σφουγγαρόπανο· (πρβ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα). ~ του τοίχου με μπογιά· (πρβ. βάψιμο). ~ των ρούχων με νερό· (πρβ. πλύσιμο). Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~. || μεταβίβαση: Tο ~ της περιουσίας από τους γονείς στα παιδιά / της πολιτιστικής κληρονομιάς στους απογόνους. || παραπομπή: Θέλει ~ στο πειθαρχικό συμβούλιο για να συμμορφωθεί. || επιτυχία σε κτ.: ~ στο πανεπιστήμιο / σε εξετάσεις / σε ορισμένο μάθημα. 2. (μτφ.) α. για την παροδική ύπαρξη κάποιου: Tο ~ του κομμουνισμού / του φασισμού από την Ευρώπη κατά τον εικοστό αιώνα. || (ιδ. για χρονικό διάστημα) πάροδος: Tο ~ της ώρας. Mε το ~ του χρόνου ξεχνάμε. || λήξη: Tο ~ του πονοκέφαλου / του θυμού. β. μετάβαση από ορισμένη κατάσταση ή και ενέργεια σε άλλη: Tο ~ κάποιου στην αντεπίθεση / στην παρανομία. Tο ~ του ανθρώπου από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Ο βρασμός επιταχύνει το ~ του νερού σε αέρια κατάσταση. II1. το μέρος από το οποίο συνηθίζουν ή μπορούν να περνούν· διάβαση: H περιοχή αυτή είναι ~ άγριων ζώων και αποδημητικών πουλιών. Aνάμεσα στα δύο βουνά υπάρχει ένα στενό ~. Οι αντάρτες έπιασαν / φυλάγουν όλα τα περάσματα. ~ σε ποτάμι· (πρβ. πόρος). ~ σε στενή θάλασσα· (πρβ. πορθμός). 2. τμήμα μουσικού έργου χωρίς καθορισμένη έκταση κι όχι οπωσδήποτε αυτόνομο.

[μσν. πέρασμα < περασ- (περνώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες